προεεργω

προεεργω
    προεέργω
    προ-εέργω
    (= * προείργω) препятствовать, мешать
    

(τινὰ ὁδεύειν Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προεεργω" в других словарях:

  • προεέργω — και άχρ. τ. προείργω Α (επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐέργω, άλλος τ. τού ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»] …   Dictionary of Greek

  • προηργμένα — προεέργω hinder perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) προηργμένᾱ , προεέργω hinder perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) προηργμένᾱ , προεέργω hinder perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέεργε — προεέργω hinder imperf ind act 3rd sg (epic) προέεργε , προεέργω hinder pres imperat act 2nd sg (epic) προέεργε , προεέργω hinder imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέεργεν — προεέργω hinder imperf ind act 3rd sg (epic) προέεργεν , προεέργω hinder imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προείργω — Α βλ. προεέργω …   Dictionary of Greek

  • προειργομένους — προεέργω hinder pres part mp masc acc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηργμένου — προεέργω hinder perf part mp masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῆρχθαι — προεέργω hinder perf inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»